Thursday, October 25, 2007

Τριών μηνών σιγή

Σίγησα για τρεις μήνες. Διότι, τι να πεις και τι να γράψεις για εκατομμύρια καμένα στρέμματα δάσους σε όλη τη χώρα, για νεκρούς από τη φωτιά, για όσους έχασαν άλλοι το βιος και άλλοι τον ίδιο το βίο τους, τα χωράφια και τη χαρά τους, τη δουλειά και τον τόπο τους τον ίδιο, τον καρπό της γης τους, τους ανθρώπους τους... Δεν λες τίποτα. Σιγείς. Πενθείς, σκύβοντας το κεφάλι. Και θυμάσαι, να μη σταματήσεις, να ξαναρχίσεις να μιλάς όταν οι πολλοί θα έχουν βρει άλλο θέμα να ασχολούνται. Τότε είναι που αξίζει.

Στο μεταξύ, έπιασε και πάλι φωτιά ο Υμηττός, από το νεκροταφείο του Παπάγου είπαν. Αυτήν τη φορά τσακίστηκα και πήγα επιτόπου. Καθώς οι αστυνομικοί έκλειναν το δρόμο, παράτησα το μηχανάκι και ανέβηκα σε μια υδροφόρα κάποιου Δήμου που πήγαινε προς τα πέρα. Να βοηθήσω, με μια βρεμμένη πετσέτα κι ένα κράνος. Βλέποντας για πρώτη φορά από κοντά τι σημαίνει κατάσβεση - μικρών εστιών, έστω - μέσα στο δάσος, έχω να πω τα εξής.

Την κύρια δουλειά της κατάσβεσης, ιδίως σε μεγάλες εστίες, την κάνουν τα εναέρια και κυρίως τα Καναντέρ (τα ελικόπτερα, και ιδίως εκείνο που κρατάει τον κάδο που κρέμεται, είναι αστεία πράγματα - αυτό το πράγμα δεν σβήνει ούτε καμινέτο, πόσω δεν μάλλον δάσος που καίγεται). Για να γίνει δουλειά, πρέπει να έρθουν απανωτά τρία, τέσσερα φορτία νερό από Καναντέρ και να πέσουν στο σωστό σημείο. Αν περάσει λίγη ώρα, το νερό εξατμίζεται και τα σβησμένα ξαναπαίρνουν. Τα ποσά θερμότητας είναι τεράστια και το νερό δεν μένει για πολύ. Εκεί είναι που παίζουν ρόλο και τα επίγεια μέσα - και μαζί τους, οι εθελοντές.

Κάθε πυροσβεστικό όχημα, κατάλληλα ανατροφοδοτούμενο από υδροφόρες, μπορεί να βοηθήσει να σβηστούν περιοχές πολλών στρεμμάτων με μικροεστίες γύρω του. Αυτό, για να γίνει, θέλει πολλούς ανθρώπους. Οι τέσσερεις-πέντε πυροσβέστες μέσα στο κάθε όχημα δεν φτάνουν ούτε για ζήτω. Για πλήρη ανάπτυξη σε δασική περιοχή, με κάθε όχημα μπορούν να είναι χρήσιμα ως και τριάντα, ακόμα και πενήντα άτομα ή και παραπάνω. Τόσοι πυροσβέστες ούτε υπάρχουν, ούτε ποτέ θα υπάρξουν. Γι' αυτό είναι τεράστια η σημασία του να μπορέσουν να βρεθούν έγκαιρα εθελοντές δίπλα στα πυροσβεστικά οχήματα. Έγκαιρα. Μόλις ξεσπάσει η πυρκαγιά. Μετά από μια ώρα είναι αργά.

Τι κάνει ένας εθελοντής; Ό,τι του ζητήσουν οι πυροσβέστες. Βασικά, κουβαλάει σωλήνες, πράγμα που ανάμεσα σε θάμνους και δέντρα δεν είναι καθόλου εύκολη δουλειά και θέλει χέρια. Αποσυνδέει και συνδέει τμήματα από σωλήνες. Τις κρατάει ψηλά να μην ακουμπούν στα ήδη καμένα διότι καίγονται κι εκείνες και γεμίζουν τρύπες με αποτέλεσμα να χάνεται το νερό. Σβήνει μικροεστίες, ιδίως όσες είναι κοντά σε δέντρα που δεν έχουν καεί. Προσέχει τον εαυτό του και τους γύρω του. Ειδοποιεί τους πυροσβέστες αν δει κάποια αναζωπύρωση. Τέτοια πράγματα. Τίποτα το ηρωϊκό. Όμως έτσι, με τα εκατοντάδες χέρια να βοηθούν, σβήνει η φωτιά. Ή τουλάχιστον, σβήνει περισσότερο από όταν κάθεσαι στο καφενείο. Ή μπροστά στην οθόνη σου φρίττοντας. Ή στην ταράτσα σου, τραβώντας τους εθελοντές φωτογραφίες με το γελοίο κινητό σου για να τους καταγγείλεις έπειτα ως εμπρηστές.

Κινδυνεύει ένας εθελοντής; Ίσως. Σίγουρα περισσότερο από ό,τι όσοι την ώρα της φωτιάς είναι στη δουλειά τους, στο καφενείο, στο γιωταχί, στον καναπέ, στο προποτζίδικο. Αλλά επί της ουσίας, όταν ακολουθεί οδηγίες πυροσβεστών, δεν κινδυνεύει ιδιαίτερα. Κανένας πυροσβέστης δεν θα διακινδυνέψει τη σωματική ακεραιότητα ούτε μισού εθελοντή. Σίγουρα είναι καλό να έχει κανείς μαζί του καναδυο πράγματα. Ένα μπουκάλι ή παγούρι με πόσιμο νερό (το νερό από τις αντλίες των πυροσβεστικών δεν πίνεται). Μια μικρή πετσέτα βρεγμένη (μπαίνει μπροστά από το στόμα και τη μύτη όταν ο καπνός είναι πυκνός και βοηθάει στην αναπνοή). Ένα κοντό φτυάρι εύκολο στη μεταφορά ή ένα ραβδί. Παπούτσια με χοντρές σόλες που να μη λειώνουν εύκολα με τη ζέστη. Όσοι και όσες έχουν μακριά μαλλιά να τα έχουν μαζεμένα μέσα από τα ρούχα. Ένα κινητό για επικοινωνία με φίλους και γνωστούς. Ένα ραδιόφωνο για να ακούει κανείς τι γίνεται. Τέτοια πράγματα.

Δεν ξέρω να δώσω επίσημες οδηγίες. Υπάρχουν τόσοι και τόσοι επίσημοι φορείς. Ομάδες δασοπυρόσβεσης και τέτοια. Θα σάς τα πουν πιο υπεύθυνα από ό,τι εγώ. Μάθετε πώς μπορείτε να βοηθήσετε και βοηθήστε. Να θυμάστε όμως και το ανάποδο: μακριά από τη φωτιά αν δεν ξέρετε. Αν δεν ξέρετε το μέρος. Αν είστε μόνοι χωρίς έμπειρους πυροσβέστες. Δεν χρειάζονται ήρωες στη φωτιά. Αν κάνετε τους ήρωες, το πιθανότερο θα είναι να καείτε ζωντανοί, όπως κι άλλοι που πήγαν να δουν και να βοηθήσουν τρίτους, μόνοι, χωρίς να ξέρουν πού πηγαίνουν, σε άγνωστα μέρη, με άγνωστους αέρηδες, που γύρισαν ανάποδα και τους τύλιξαν στην κόλαση. Η φωτιά δεν παλεύεται με ηρωισμό και, κυρίως, δεν παλεύεται πάντοτε. Πρέπει να είστε πάντοτε δίπλα σε έμπειρους πυροσβέστες, που θα σάς πουν πότε τα πράγματα σκουραίνουν και πρέπει να οπισθοχωρήσετε ή να απομακρυνθείτε εντελώς από τη φωτιά. Ξανά: μην διανοηθείτε καν να παίξετε τους ήρωες, μην πάτε μόνοι σας στη φωτιά, μην ξεφεύγετε από το σίγουρο έδαφος, μην ξεκόβεστε από οδούς επιστροφής, μη σας πάρει τη ζωή η φωτιά. Μην της κάνετε τέτοιο χατήρι.

Από την πυρόσβεση επέστρεψα με τα πόδια, από την Αττική οδό, χιλιόμετρα ολόκληρα έρημου δρόμου, με μαυρισμένα ρούχα και κουβαλώντας πετσέτα και κράνος. Καναδυο γιωταχί πέρασαν γκαζώνοντας, ούτε που σταμάτησαν να με πάρουν. Στο τέλος, σταμάτησε ένας άνθρωπος που συστήθηκε ως ο προσωπάρχης των διοδίων της Αττικής οδού. Μού είπε πώς νωρίτερα είχε ο ίδιος με το αμάξι πάει να βγάλει με το ζόρι τους υπαλλήλους από τα διόδια και να τους πάρει μαζί του. Τώρα γύριζε. Να είναι καλά, μου γλύτωσε χιλιόμετρα δρόμου. Νά 'ταν κι οι άλλοι έτσι, όλοι αυτοί που ήταν καρφωμένοι στις τηλεοράσεις, να 'τρεχαν να βοηθήσουν λίγο... Δεν έχεις δει ωραιότερα βλέμματα από αυτά αυτών των παιδιών, των εθελοντών. Μές την κούραση και τη κάπνα, με λιωμένες σόλες από τη ζέστη, μες την απελπισία που τους ξέφυγε και κάθηκε κι ένας θάμνος ακόμα, αλλά με τη χαρά στα μάτια ότι έστω κι ένα δέντρο τη γλύτωσε χάρη σ' αυτούς.

Κάποια στιγμή νωρίς, σε ένα σημείο κοντά στο νεκροταφείο, θυμάμαι που έδειξα σε κάποιον από αυτούς μια χελώνα που την είχε περάσει ξώφαλτσα η φωτιά, αλλά ήταν ολοφάνερα εντάξει. Την σήκωσε, την κράτησε στα χέρια του με μια απίστευτη τρυφερότητα, της χάιδεψε το καύκαλο που είχε καψαλιστεί λίγο και την ακούμπησε κάπου παραπέρα, σε μέρος ασφαλές, χαμογελώντας σα να της έλεγε, "μη φοβάσαι, τη γλύτωσες, θα ζήσεις". Κι αμέσως έπειτα συνέχισε να σβήνει τη φωτιά.